κέλης

κέλης
ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ)
άλογο ιππασίας
νεοελλ.
ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς
αρχ.
1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού Πινδ.) ιπποδρομία («Ἱέρων») «Συρακοσίῳ κέλητι» — στον Ιέρωνα τον Συρακόσιο που νίκησε σε ιπποδρομία
2. πλοιάριο μονόκωπο που μπορούσε να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα
2. μτφ. το γυναικείο αιδοίο
3. φρ. «ἐπὶ τῶν κελήτων» (με αισχρή σημ.) ιππαστί, καβάλα (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κέλης, -ητος (< κέλ-ομαι) εμφανίζει επίθημα -ητ- (πρβλ. πένης, -ητος < πένομαι). Ο δωρ. τ. κέληξ, -ηκος εμφανίζει ουρανικό επίθημα -ηκ- αντί τού οδοντικού -ητ-. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή celēs «άλογο ιππασίας» και «πλοίο» και celox «είδος πλοίου», που σχηματίστηκε υπό την επίδραση τού velox «γρήγορος, ελαφρύς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κέλης — courser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελήτων — κέλης courser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλησι — κέλης courser masc dat pl κέλομαι urge pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλησιν — κέλης courser masc dat pl κέλομαι urge pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητα — κέλης courser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητας — κέλης courser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητες — κέλης courser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητι — κέλης courser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητος — κέλης courser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέληθ' — κέλητα , κέλης courser masc acc sg κέλητι , κέλης courser masc dat sg κέλητε , κέλης courser masc nom/voc/acc dual κέληται , κέλομαι urge pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”